- παιανίζω
- παιάνισα, παίζω με μουσικό όργανο ύμνους ή εμβατήρια: Από τα χαράματα η ορχήστρα του Δήμου παιάνιζε στους δρόμους της πόλης το εωθινό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιανίζω — παιανίζω, παιάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιανίζω — παιᾱνίζω , παιανίζω pres subj act 1st sg παιᾱνίζω , παιανίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα … Dictionary of Greek
παιανίσω — παιᾱνίσω , παιανίζω aor subj act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω fut ind act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιεῖ — παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιεῦσι — παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανιζόντων — παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres part act masc/neut gen pl παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζομεν — παιᾱνίζομεν , παιανίζω pres ind act 1st pl παιᾱνίζομεν , παιανίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζουσι — παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανίζουσιν — παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)